ἡμίοποι

ἡμίοποι
ἡμίοπος
with half its holes
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ημίοπος — ἡμίοπος, ον (Α) 1. (για αυλό) αυτός που έχει μισό αριθμό οπών, ατελής («ἡμίοποι αὐλοί» με τρεις μόνο τρύπες, Ανακρ.) 2. μτφ. ατελές, μικρό πράγμα 3. (κατά τον Γαλ.) «ἡμίοπον ἥμισυ»· [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οπος < οπή (πρβλ. πολύ οπος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”